- παράγραμμα
- παράγραμμαthat which one writes besideneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράγραμμα — τὸ, Α [παραγράφω] 1. πρόσθετη διάταξη («κατὰ ποῑον νόμον προσπαραγράφοιτ ἄν τοῡτο τὸ παράγραμμα», Δημοσθ.) 2. (στην κρυπτογραφία) σημείο που αντικαθιστά ένα συγκεκριμένο γράμμα … Dictionary of Greek
παραγράμμασιν — παράγραμμα that which one writes beside neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγράμματα — παράγραμμα that which one writes beside neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγράμματος — παράγραμμα that which one writes beside neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek